- ὀψοπώλιον
- ὀψο-πώλιον, τό,A fishshop, Id.17.2.4 (pl.), Lyd.Mens.4.138, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψοπώλιον — ὀψοπώλιον, τὸ (ΑΜ) [οψοπώλης] τόπος όπου πωλούνταν εδέσματα παρασκευασμένα και ιδίως ψάρια … Dictionary of Greek
ὀψοπώλιον — fishshop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοπωλίοις — ὀψοπώλιον fishshop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοπωλίῳ — ὀψοπώλιον fishshop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοπώλια — ὀψοπώλιον fishshop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψοπωλείον — ὀψοπωλεῑον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) βλ. οψοπώλιον … Dictionary of Greek